σαυνάκα

σαυνάκα
Α
(στον Αριστοφ.) λέξη χωρίς σημασία, που τήν χρησιμοποιούσαν ως παράδειγμα για την ακατανόητη γλώσσα τού Τριβαλλού, τον οποίο αναφέρει ο Αριστοφάνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”